ἱερόψυχος

ἱερόψυχος
ἱερό-ψῡχος, ον,
A of holy, pious soul, LXX 4 Ma.17.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιερόψυχος — ἱερόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ἱερόψυχε — ἱερόψυχος of holy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”